διχτυάρης

διχτυάρης
-ρα και -ρικη, -ρικο
1. ιδιοκτήτης αλιευτικού πλοίου με δίχτυα
2. το αρσ. ως ουσ. ο διχτυάρης
ψαράς έμπειρος να ρίχνει τα δίχτυα στους κατάλληλους τόπους
3. το θηλ. ως ουσ. η διχτυάρα και -άρικη
αλιευτικό πλοίο ανοιχτής θάλασσας
4. το ουδ. ως ουσ. το διχτυάρικο
αλιευτικό ιστιοφόρο ανοιχτής θάλασσας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”